Του Μανόλη Αρχοντάκη
Υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση σχετικά με το τι είναι ο κλασικός διαλογισμός Ζαζέν: τι προσπαθούμε να επιτύχουμε κάνοντας διαλογισμό, πόσο χρονικό διάστημα πρέπει να καθόμαστε, αν είναι απαραίτητο να εξασκούμαστε σε όλη μας τη ζωή, και άλλα παρόμοια ερωτήματα. Σε αυτό το άρθρο θα αναλύσω αυτά τα ζητήματα, όπως και άλλα συναφή, όσο καλύτερα μπορώ. Έχω μελετήσει εκατοντάδες βιβλία πάνω στο θέμα και εξασκούμαι στον διαλογισμό για 25 χρόνια. Αν και απέχω πολύ από την τελειότητα, πιστεύω ότι η εμπειρία και η κατανόηση που έχω αποκτήσει είναι επαρκείς για να προσφέρω μια ουσιαστική προοπτική.
Όλα τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο ακολουθούν κυκλικούς ρυθμούς. Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχουμε τις τέσσερις εποχές, η πείνα και η ανάγκη για ύπνο ακολουθούν κύκλους, και το ίδιο ισχύει για τη ζωή και τον θάνατο. Αντίστοιχα, και ο δρόμος προς την αυτογνωσία περιγράφεται μέσα από κύκλους. Τι εννοώ με αυτό; Γεννιόμαστε χωρίς συνείδηση του εαυτού μας και παραμένουμε έτσι για τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Στη συνέχεια, αναπτύσσουμε το εγώ μας, που ουσιαστικά είναι η συνείδηση στραμμένη προς τα μέσα. Ο κύκλος ολοκληρώνεται μόνο όταν χάσουμε ξανά αυτή τη συνείδηση του εαυτού μας — κάτι που μπορούμε να περιγράψουμε είτε ως απώλεια της συνείδησης είτε ως υπερσυνειδητότητα — και ταυτιστούμε με το Θείο. Ο Βούδας ονόμασε αυτή την κατάσταση Νιρβάνα. Μόνο τότε ολοκληρώνεται ο κύκλος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν έχουν πραγματική ψυχή, αλλά πολλές «ψυχές» που ελέγχουν το σώμα και τη ζωή τους. Ο Γκουρτζίεφ είχε παρομοιάσει αυτή την κατάσταση με ένα σπίτι που λείπει ο νοικοκύρης. Όταν κάποιος χτυπά την πόρτα, ένας διαφορετικός υπηρέτης απαντά κάθε φορά, παριστάνοντας τον νοικοκύρη. Το σπίτι, όμως, δεν ανήκει σε αυτούς. Μόνο όταν επιστρέψει ο πραγματικός ιδιοκτήτης θα μπορέσουν τα πράγματα να μπουν σε τάξη. Με τον ίδιο τρόπο, και εμείς δεν έχουμε μία ενιαία θέληση, αλλά πολλές διαφορετικές. Λέμε, για παράδειγμα, ότι δε θα φάμε πολύ, αλλά όταν έρθει το φαγητό κάνουμε το αντίθετο. Ή υποσχόμαστε να μην μαλώσουμε με τη μητέρα μας για ασήμαντους λόγους, αλλά με το παραμικρό είμαστε έτοιμοι να διαπληκτιστούμε έντονα.
Για να μην μακρηγορώ, ο διαλογισμός, όσον αφορά τους αρχάριους, έχει έναν κύριο στόχο: να δημιουργήσει μέσα τους ένα εγώ, ή αλλιώς μία ψυχή, ή μια εστιασμένη θέληση. Μόλις δημιουργηθεί αυτή η θέληση, πρέπει να συνεχίσουμε την εξάσκηση μέχρι να χαθεί κι αυτή, ώστε να παραμείνει μόνο η θέληση του σύμπαντος ή του Θείου. Αυτή η διαδικασία συνήθως απαιτεί χρόνια εξάσκησης και σπάνια ολοκληρώνεται μέσα σε εβδομάδες ή μήνες.
Ο αρχάριος μοιάζει με έναν καβαλάρη που προσπαθεί να ιππεύσει δύο άλογα ταυτόχρονα: το ένα πηγαίνει αριστερά, το άλλο δεξιά, και ο καβαλάρης προσπαθεί να τα κατευθύνει προς την ίδια πορεία, κρατώντας τα κοντά. Κάθε άλογο συμβολίζει μία διαφορετική θέληση, ενώ ο καβαλάρης αντιπροσωπεύει το πνεύμα, που είναι ανώτερο από τη θέληση. Όταν ο καβαλάρης καταφέρει να προχωρήσει λίγο, πρέπει να κατέβει και να ιππεύσει μόνο ένα άλογο (μία θέληση). Στο τέλος, πρέπει να εγκαταλείψει κι αυτό και να αφεθεί σε ένα άλλο άλογο, το οποίο θα κατευθύνει ένας άλλος, πιο έμπειρος καβαλάρης — το Θείο. Έτσι, θα καταφέρει να ξεχάσει εντελώς τον εαυτό του (τη συνείδηση/εγώ/θέληση) και να μείνει χωρίς καμία ευθύνη. Όταν φτάσει στον τελικό στόχο, ο καβαλάρης δε χρειάζεται πλέον το άλογο, όπως και ο διαλογιστής δε χρειάζεται να διαλογίζεται για όλη του τη ζωή.
Η παρακάτω ιστορία δείχνει πώς μπορεί κανείς να αποκτήσει μία και μόνο μία θέληση:
Ο περίφημος σαμουράι Μουσάσι αποδέχτηκε μια πρόσκληση από τον φεουδάρχη του Κουμαμότο να επισκεφθεί το κάστρο του και να εκπαιδεύσει μια ελίτ ομάδα σαμουράι, οι οποίοι θα γίνονταν οι προσωπικοί φρουροί του φεουδάρχη. Τόσο μεγάλος ήταν ο σεβασμός του φεουδάρχη για τον Μουσάσι, που διέταξε όλους τους σαμουράι του – αρκετές εκατοντάδες – να σχηματίσουν μια πομπή και να σταθούν σε σειρά και στις δύο πλευρές του δρόμου, από τις πύλες του κάστρου έως την πόλη. Καθώς ο Μουσάσι περπατούσε ανάμεσα στις δύο στήλες των πολεμιστών, ο καθένας τους υποκλινόταν με σεβασμό καθώς περνούσε. Ωστόσο, όπως παρατήρησε, ακόμα και αυτοί οι ελίτ σαμουράι απέφευγαν να συναντήσουν το τολμηρό του βλέμμα. Μόνο ένας από αυτούς δεν φάνηκε να τρομάζει από την παρουσία του Μουσάσι.
Όταν ο Μουσάσι έφτασε τελικά στον φεουδάρχη και τους συμβούλους του, ο φεουδάρχης τον ρώτησε αν κάποιος από τους σαμουράι του τον είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα, ίσως θέλοντας να δοκιμάσει αν ο Μουσάσι μπορούσε να διακρίνει τον πιο ικανό ξιφομάχο με μια μόνο ματιά. Ο Μουσάσι οδήγησε τον φεουδάρχη πίσω στον μοναδικό άντρα που δεν είχε σκύψει το βλέμμα του καθώς περνούσε.
«Αυτός ο άντρας!» ανακοίνωσε ο Μουσάσι.
«Δεν καταλαβαίνω», είπε μπερδεμένος ο φεουδάρχης. «Έχει ελάχιστη εκπαίδευση και μόνο μέτριο βαθμό. Στην πραγματικότητα, η κύρια δουλειά του είναι να κόβει πέτρες για το κάστρο».
«Ίσως είναι έτσι», απάντησε ο Μουσάσι, «αλλά αυτός είναι ο καλύτερα εκπαιδευμένος σαμουράι σου». Στρέφοντας στον άντρα, τον ρώτησε: «Πες μου, πώς προπονείσαι ώστε να μην φοβάσαι τον θάνατο;»
«Δεν προπονούμαι σχεδόν καθόλου», παραδέχτηκε ταπεινά ο σαμουράι. «Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, απλά βγάζω το σπαθί μου από τη θήκη του και το κρεμάω πάνω από το πρόσωπό μου με μια λεπτή κλωστή. Στη συνέχεια ξαπλώνω από κάτω και κοιτάζω την αιχμή του μέχρι να με πάρει ο ύπνος».
«Αυτός είναι πράγματι ο καλύτερα εκπαιδευμένος σαμουράι σου», είπε ο Μουσάσι στον φεουδάρχη με ένα γνώριμο χαμόγελο. «Μόνο αυτός, από όλους τους άντρες σου, αντιμετωπίζει τον θάνατο κάθε μέρα, γιατί γνωρίζει ότι αρκεί ένα μικρό τίποτα για να σπάσει αυτή η λεπτή κλωστή και να τελειώσει τη ζωή του. Θα εκπαιδεύσω αυτόν τον άντρα να γίνει ο προσωπικός σου σωματοφύλακας».
Από αυτή την ιστορία καταλαβαίνουμε ότι ο κίνδυνος είναι ένας ισχυρός παράγοντας που αυξάνει τη διαλογιστική ικανότητα. Εξού και γιατί κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν να τρέχουν με ταχύτητα όταν οδηγούν, να κάνουν ελεύθερη πτώση ή να κάνουν άλλα extreme αθλήματα. Ο κίνδυνος που βιώνουν τους φέρνει σε μια διαλογιστική κατάσταση, καθώς, έστω και για λίγο, γίνονται “ένα” αντί για χίλια μικρά “εγώ” μέσα σε ένα σώμα.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε μια ακόμη ιστορία, πάλι με τον Μουσάσι, αλλά με μια σημαντική διαφορά: όταν κάποιος έχει ένα “εγώ”, αυτό είναι καλύτερο από το να έχει πολλά. Ωστόσο, η απουσία του “εγώ” είναι η ιδανική κατάσταση.
Λίγα χρόνια μετά τη συνάντησή του με τον φεουδάρχη του Κουμαμότο, ο Μουσάσι βρισκόταν ξανά στα βουνά, αναζητώντας την τελείωση του χαρακτήρα του. Μαζί με τον δια βίου φίλο και μέντορά του, τον ιερέα Σόχο Τακουάν, καθόταν δίπλα σε ένα ήρεμο ρυάκι με έναν μικρό, γαλήνιο καταρράκτη, κάνοντας ζαζέν διαλογισμό. Καθώς διαλογίζονταν, οι οξυμένες αισθήσεις του Μουσάσι τον ειδοποίησαν για την παρουσία κάποιου άλλου κοντά. Χωρίς να διαταράξει τη γαλήνη του διαλογισμού του, ο Μουσάσι άφησε το βλέμμα του να πέσει πάνω σε μια θανατηφόρα οχιά που γλιστρούσε μέσα στο ξέφωτο, βγαίνοντας από κάποιους θάμνους κοντά στον Τακουάν.
Γνωρίζοντας ότι η παραμικρή κίνηση θα μπορούσε να τρομάξει το δηλητηριώδες φίδι και να το οδηγήσει σε επίθεση κατά του φίλου του, ο Μουσάσι κράτησε τον εαυτό του σε απόλυτη ακινησία, παρακολουθώντας το φίδι χωρίς να διαταράξει την ηρεμία του πνεύματός του. Ένιωσε έκπληξη όταν είδε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του Τακουάν, ο οποίος επίσης αντιλήφθηκε την προσέγγιση του φιδιού και το παρατηρούσε με απόλυτη ηρεμία καθώς αυτό γλιστρούσε πάνω στους μηρούς του. Ακόμη πιο εντυπωσιακό από την πλήρη γαλήνη του ιερέα μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο, ήταν η φυσική αποδοχή του Τακουάν από το φίδι, που τον αντιμετώπισε σαν ένα φυσικό μέρος του περιβάλλοντος.
Αφού διέσχισε τον ιερέα, το θανατηφόρο φίδι συνέχισε τη διαδρομή του προς τον Μουσάσι. Όμως, λίγα βήματα πριν φτάσει, το φίδι αισθάνθηκε την παρουσία του Μουσάσι και αναδιπλώθηκε, ετοιμάζοντας επίθεση στον καθισμένο σαμουράι. Ο Μουσάσι δεν αντέδρασε. Παρόλο που το πνεύμα του παρέμεινε ατάραχο μπροστά στα απειλητικά, ακάλυπτα δόντια του φιδιού, η δύναμη, η δεξιοτεχνία και η απειλητική του αύρα ήταν τόσο έντονες που το φίδι τράπηκε σε φυγή μέσα στους θάμνους. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ένιωθαν περηφάνια για μια τόσο επιβλητική παρουσία, αλλά ο Μουσάσι ένιωσε μόνο ντροπή, καθώς ξαφνικά συνειδητοποίησε τη μεγαλύτερη αδυναμία του.
«Τι σε προβληματίζει τόσο;» ρώτησε ο Τακουάν, αντιλαμβανόμενος τη διάθεση του φίλου του.
«Όλη μου τη ζωή», παραπονέθηκε ο Μουσάσι, «εκπαιδεύτηκα για να αποκτήσω τόση δεξιοτεχνία που κανένας άνθρωπος δεν θα τολμούσε ποτέ να με επιτεθεί. Και τώρα που πέτυχα τον στόχο μου, όλα τα ζωντανά πλάσματα με φοβούνται ενστικτωδώς. Είδες πώς το φίδι έφυγε τρομαγμένο από μένα!»
«Το είδα», απάντησε ο ιερέας. «Εφόσον δεν τόλμησε να σου επιτεθεί, το νίκησες χωρίς να δώσεις ούτε ένα χτύπημα. Και χάρη στη μεγάλη σου δεξιοτεχνία, τόσο εσύ όσο και το φίδι είστε ζωντανοί τώρα». Αν και γνώριζε ήδη την απάντηση, ο Τακουάν ρώτησε: «Γιατί αυτό σε στεναχωρεί;»
«Επειδή είμαι τόσο ισχυρός που κανείς δεν μπορεί ποτέ να με πλησιάσει πραγματικά. Δεν μπορώ ποτέ να έχω αληθινή ηρεμία. Ο Μουσάσι έδειξε τον ιερέα με το δάχτυλό του. «Όχι όπως εσύ», είπε με θαυμασμό. «Εσύ δεν φοβήθηκες το φίδι, ούτε το φίδι φοβήθηκε εσένα. Το πνεύμα σου είναι τόσο ήρεμο, τόσο φυσικό, που το φίδι σε αντιμετώπισε όπως τα βράχια, τα δέντρα ή τον άνεμο. Έτσι σε δέχονται και οι άνθρωποι».
Ο Τακουάν χαμογέλασε μόνο, ευχαριστημένος που ο φίλος του έκανε μια τόσο σημαντική αυτοανακάλυψη.
Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα ότι ο ιερέας Τακουάν έχει ξεπεράσει το εγώ του και έχει αποκτήσει πλέον συμπαντική συνείδηση. Το φίδι δεν τον αναγνωρίζει ως εχθρό. Έχει “καβαλήσει” το άλογο, το οποίο κατευθύνει ο Θεός. Όταν ο εαυτός παραμένει παρών, υπάρχει ενόχληση. Τι είναι ο εαυτός, αν όχι η ιδέα της προστασίας, της άμυνας και της νίκης απέναντι στον «εχθρό»;
Ο Μουσάσι, παρόλο που έχει φτάσει σε ένα υψηλό πνευματικό επίπεδο, δεν έχει καταφέρει ακόμη να τελειοποιηθεί. Μόνο όταν καμία ιδέα δεν παρεμβαίνει στον νου, όταν δεν διαχωρίζει κανείς φίλους και εχθρούς, όταν ο εαυτός και ο «άλλος» έχουν εξαφανιστεί, τότε υπάρχει κάτι αληθινό, και ο διαλογισμός έχει καρποφορήσει. Αυτό ο Βούδας το ονόμασε Νιρβάνα. Σε αντίθεση με τους Ινδουιστές, που θέτουν ως στόχο τους την επίτευξη του Άτμαν (δηλαδή της ατομικής ψυχής), ο Βούδας δίδαξε την παντελή απουσία του εαυτού.
Ποιοι έχουν την ικανότητα να δουν αποτελέσματα στον διαλογισμό τους; Μόνο εκείνοι που ρισκάρουν όλη τους την ύπαρξη για να πετύχουν. Αν δεν ρισκάρεις τη ζωή σου, μην περιμένεις να δεις αποτέλεσμα. Συχνά λέγεται πως οι αμόρφωτοι βλέπουν αποτελέσματα πιο συχνά από τους μορφωμένους. Γιατί; Επειδή, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αμόρφωτοι ξέρουν να δίνουν όλο τους τον εαυτό, ενώ οι μορφωμένοι ασκούν διαλογισμό επιφανειακά, ίσως για ευεξία, για να ρυθμίσουν το ορμονικό τους σύστημα ή για άλλους πρακτικούς λόγους. Ένας αμόρφωτος ρισκάρει τα πάντα. Είναι πιο κοντά στην πραγματική του ύπαρξη, γιατί δεν παρεμβαίνει η γνώση και οι αμφιβολίες που αυτή φέρνει.
Όταν εγώ κατάφερα να δω αποτελέσματα από το καθιστό διαλογισμό, ρίσκαρα όλα όσα είχα και δεν είχα. Έκατσα για τρεις ώρες ακίνητος, με το σώμα μου να τρέμει από τον πόνο, να μουδιάζουν όσο πάει τα πόδια μου, να στάζω από ιδρώτα και να κλαίω αφού στην κυριολεξία στραβώσαν τα κόκκαλά μου!
Μπορεί να έχεις διαβάσει χιλιάδες βιβλία για τον πνευματισμό, όμως αυτό δεν αρκεί. Για να προοδεύσεις στον διαλογισμό, δεν χρειάζεται να γίνεις τέλειος, αλλά να δώσεις όλο σου τον εαυτό. Πρέπει να βάλεις συναισθήμα όσο δεν πάει. Αν κάθεσαι σαν να κάνεις αγγαρεία που πρέπει να διεκπεραιωθεί, αν είσαι απρόθυμος και πηγαίνεις ενάντια στον εαυτό σου, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχεις. Το αποτέλεσμα θα είναι μια πικρή εμπειρία που θα σε κάνει να εγκαταλείψεις την προσπάθεια. Θα στραφείς ενάντια σε εκείνους που διδάσκουν τον διαλογισμό, αποκαλώντας τους τρελούς που χάνουν τον χρόνο τους.
Όμως δεν είναι αυτοί που χάνουν τον χρόνο τους· εσύ είσαι που τον σπαταλάς κάνοντας κάτι χωρίς την απαραίτητη προσπάθεια για να δεις αποτελέσματα. Η εμπειρία σου θα μετατραπεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, και θα πιστεύεις πως είχες δίκιο. Θα δημιουργήσεις μια θεωρία, η οποία στην πραγματικότητα δεν θα βασίζεται στον διαλογισμό, αλλά στη μίζερη προσπάθεια που κατέβαλες.
Ο διαλογισμός των αρχαρίων είναι ενσυνείδητος (mindfulness). Για τους προχωρημένους, όμως, γίνεται ασυνείδητος (mindlessness). Υπάρχει μεγάλη παρανόηση στο διαδίκτυο σχετικά με αυτό το θέμα. Όλοι μιλούν για το mindfulness, λες και αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο του διαλογισμού! Δεν είναι! Όταν για παράδειγμα κάποιος μαθαίνει πολεμικές τέχνες, στην αρχή είναι ενσυνείδητος. Σκέφτεται κάθε κίνηση και προσπαθεί να την εκτελέσει σωστά. Με τα χρόνια, όμως, και την καθημερινή εξάσκηση, οι τεχνικές γίνονται ασυνείδητες. Αυτό είναι το ολοκλήρωμα του κύκλου.
Για να συνοψίσω: ο διαλογισμός ξεκινά με το να έχει κάποιος πολλές προσωπικότητες/εγώ. Μετά από κάποιο διάστημα εξάσκησης, καταφέρνει να αποκτήσει μόνο ένα εγώ και να γίνει ενσυνείδητος. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να αφιερώσει τουλάχιστον 2,5 ώρες στο πάτωμα για μια συνεδρία. Αν συνεχίσει, με τον καιρό χάνει ολοκληρωτικά τη δική του θέληση και παραδίδει το εγώ του στον Θεό. Έτσι ο κύκλος ολοκληρώνεται.
Δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε διαλογισμό σε όλη μας τη ζωή, καθώς αποτελεί μόνο μία άσκηση. Εφόσον την εξασκήσουμε επαρκώς, μπορούμε να την ολοκληρώσουμε. Όπως είδαμε και στην πρώτη ιστορία με τον Μουσάσι, δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε μόνο καθιστό διαλογισμό. Τελικά, όποιον τρόπο κι αν επιλέξει κανείς, μπορεί να δει αποτελέσματα, αρκεί να συγκεντρωθεί, να το κάνει με προθυμία και να δώσει όλο του τον εαυτό.