Του Μανόλη Αρχοντάκη
Η ψυχιατρική και η ψυχολογία είναι ψευδοεπιστήμες. Είναι σαν κάποιος που προσπαθεί να βρει μια μαύρη γάτα σε ένα μαύρο, σκοτεινό δωμάτιο, ενώ αυτή βρίσκεται έξω. Αντίστοιχα, οι εξωτερικές θρησκείες είναι ψευδοθρησκείες. Για παράδειγμα, ό,τι είναι η αστρολογία για την αστρονομία, είναι οι Ψυχο-επιστήμες και ο Χριστιανισμός για τον πνευματισμό. Σε αυτό το άρθρο θα σου εξηγήσω το γιατί.
Η επιστήμη ξεκίνησε από την πεποίθηση ότι η αναζήτηση γνώσης και αλήθειας μπορούσε να μειώσει τη δυστυχία και να αυξήσει την ευτυχία της ανθρωπότητας. Ο ερευνητής αποδέχεται ό,τι του αποκαλύπτει η πραγματικότητα, ακόμα και αν αυτό ανατρέπει τις προσδοκίες του. Ο σεβασμός στα εμπειρικά δεδομένα, η ακεραιότητα και η ταπεινότητα απέναντι στο άγνωστο είναι απαραίτητα στοιχεία. Ωστόσο, όπως αποδεικνύει η ιστορία, η διαδρομή της επιστήμης δεν υπήρξε πάντοτε αψεγάδιαστη.
Οι φυσικές επιστήμες, που έχουν επιτύχει, άσκησαν επιρροή ακόμα και σε τομείς όπως η ψυχιατρική και η ψυχολογία. Βασίζονταν στη μέτρηση και την εμπειρική παρατήρηση. Κάθε τι που δεν μπορούσε να παρατηρηθεί ή να μετρηθεί απορρίπτονταν ως “μη πραγματικό”. Αν και αυτός ο τρόπος σκέψης προσέφερε απαντήσεις, περιόρισε τη φαντασία και την ελευθερία της αναζήτησης. Θυμάμαι σε ένα βιβλίο που είχα διαβάσει να αναφέρει κάποιον που κοιμόταν βαθιά, ενώ δίπλα του μια σκάλα υψωνόταν ως τον ουρανό. Άγγελοι σάλπιζαν σχεδόν μέσα στο αυτί του, και όμως εκείνος δεν άκουγε τίποτα. Κοιμόταν μέσα στη ζωή, όπως κοιμούνται οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι.
Το μόνο που κάνουν οι Ψυχο-ιατροί είναι να βοηθούν τους ασθενείς να ξεχνούν τα προβλήματά τους, να ξεχνούν τον εαυτό τους και να “χαλαρώνουν”. Ξεχνούν πως το νόημα της ζωής δεν είναι η χαλάρωση, αλλά η πνευματική αφύπνιση. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί από τους ασθενείς τους βρίσκονται ένα βήμα πριν την αφύπνιση της Κουνταλίνι. Αυτές οι επιστήμες προσφέρουν απλώς ένα “νανούρισμα” μέσω φαρμάκων και “ψυχοθεραπείας”.
Η κοινωνία στο σύνολό της είναι άρρωστη. Κάποιοι, απλώς, έχουν ξεπεράσει τα όρια και είναι πιο άρρωστοι από τους υπόλοιπους. Δεν πρόκειται για θέμα ποιότητας, αλλά ποσότητας. Όταν η φαντασία ξεφεύγει, πρέπει να την επαναφέρουμε. Οι Ψυχο-επιστήμες προσαρμόζουν τους ασθενείς τους σε “φυσιολογικούς άρρωστους”. Ένας ψυχίατρος εξετάζει έναν άλλον ψυχίατρο, και ένας ψυχολόγος άλλους ψυχολόγους. Φανταστικοί άνθρωποι συναντούν φανταστικούς ανθρώπους, ντύνονται όμορφα για να εντυπωσιάσουν άλλους φανταστικούς ανθρώπους. Φανταστικοί άνθρωποι θεραπεύουν άλλους φανταστικούς ανθρώπους. Δεν συμφωνείς;
Όπως ένας οδοντίατρος, όταν συναντά κάποιον, το πρώτο πράγμα που παρατηρεί είναι τα δόντια του, ή όπως ένας αστυνομικός, όταν βλέπει έναν άνθρωπο, σκέφτεται αν έχει διαπράξει κάποια παρανομία, έτσι και οι ψυχο-επιστήμονες αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από το πρίσμα των ψυχολογικών διαταραχών.
Οι άνθρωποι, γενικά, βασίζονται σε μια ψεύτικη προσωπικότητα, στο “Εγώ” και την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, η οποία συχνά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πλάνη της φαντασίας τους. Ολόκληρο το νόημα της ζωής τους αντλείται από αυτή τη φαντασία, και γι’ αυτό δυσκολεύονται να βρουν κάτι αυθεντικό που να ξεπερνά τις φαντασιώσεις τους. Μόνο ένας αφυπνισμένος άνθρωπος ή κάποιος που έχει εργαστεί συστηματικά με τον εαυτό του μπορεί να αποδυναμώσει ή ακόμα και να διαλύσει αυτές τις φαντασιώσεις και να ενεργοποιήσει την πραγματικότητα μέσα του.
Μέχρι να ανακαλύψει κάποιος την αληθινή του φύση, να ξεπεράσει τη μηχανικότητα της καθημερινότητάς του και να γίνει περισσότερο συνειδητός, παραμένει εγκλωβισμένος στην ίδια παγίδα – είτε πρόκειται για έναν ψυχολογικά “άρρωστο” είτε για έναν ψυχο-επιστήμονα. Στην ουσία, είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η φιλοσοφία των ψυχο-επιστημόνων βλέπει τη ζωή ως έναν στόχο που πρέπει να επιτευχθεί, και όχι ως ένα μέσο με το οποίο μπορούμε να εξελιχθούμε. Αυτή η οπτική, όμως, τους οδηγεί συχνά σε ταύτιση με τη ζωή όπως την αντιλαμβάνονται, κάνοντας τόσο τους ίδιους όσο και τους ασθενείς τους να χάνουν την ουσία. Αντί να προάγουν την ανάπτυξη, εστιάζουν αποκλειστικά στην υπέρβαση των “ψυχολογικών προβλημάτων”.
Οι Ψυχο-επιστήμονες φορούν λευκές ποδιές, όπως οι ιερείς φορούν ράσα, για να προκαλούν σεβασμό. Στα πανεπιστήμια τους, τα βιβλία τους σπάνια αναφέρουν τη λέξη “ψυχή”. Ασχολούνται με τον εγκέφαλο και τις ορμόνες. Υποδύονται αυθεντίες, όπως οι κληρικοί. Αυτό δεν είναι επιστήμη είναι επιστημονισμός.
Ο Χριστιανισμός, όπως και άλλες θρησκείες, συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση ανάμεσα στις πνευματικές εμπειρίες και τις δομές τους. Σύμφωνα με τον William James, η θρησκευτική εμπειρία φωτίζει την ύπαρξη, καθοδηγεί ηθικά και οδηγεί σε ανώτερη συνειδητότητα.
Η ουσία της θρησκείας δεν είναι η τυφλή πίστη, αλλά η υπέρβαση της συνηθισμένης συνείδησης. Η πνευματική μεταμόρφωση απαιτεί θάρρος και προσωπική συμμετοχή. Δεν αρκεί να πηγαίνεις στην εκκλησία την Κυριακή ή να προσεύχεσαι μηχανικά, όπως γίνεται στον Ισλαμισμό ή τον Βουδισμό.
Θυμάμαι μια φορά που είχα πάει στην εκκλησία με μια θεία μου, η οποία έχει εξαιρετική γνώση της ελληνικής γλώσσας, καθώς είναι φιλόλογος και αρχαιολόγος. Μου είχε πει τότε κάτι που μου έμεινε έντονα χαραγμένο: “Αν ο κόσμος καταλάβαινε τι λένε οι παπάδες στην εκκλησία, θα έβγαινε κατευθείαν έξω και δεν θα ξαναπατούσε”.
Οι ψαλμωδίες γίνονται στην καθαρεύουσα, μια γλώσσα που για πολλούς μοιάζει ξένη, όπως οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν τα Αραβικά, οι Ινδουιστές τα Σανσκριτικά και οι Βουδιστές την Παλί. Πρόκειται για γλώσσες που ο απλός λαός δυσκολεύεται, αν όχι αδυνατεί, να κατανοήσει. Αν καταλαβαίναμε το περιεχόμενό τους, ίσως να χανόταν το μυστήριο που περιβάλλει τις θρησκείες μας. Είναι “νεκρές” γλώσσες, που διατηρούν την ιερότητά τους ακριβώς επειδή μας είναι ακατανόητες. Όμως, αυτό δημιουργεί ένα παράδοξο: οι προσευχές που απαγγέλλουμε δεν πηγάζουν από την καρδιά μας, καθώς συχνά δεν κατανοούμε το νόημά τους.
Οι παραδοσιακές θρησκείες, σε μεγάλο βαθμό, δεν ενδιαφέρονται να μας αφυπνίσουν. Προτιμούν να μας διδάσκουν ποιηματάκια και τελετουργίες, χωρίς να μας προτρέπουν σε βαθύτερη εσωτερική αναζήτηση.
Σήμερα, πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία. Μέσα στη συναγωγή ή την εκκλησία, παρουσιάζονται ως θρήσκοι, ενώ έξω από αυτήν λειτουργούν ως επιστήμονες. Υιοθετούν διαφορετικούς ρόλους, σαν να ζουν δύο ξεχωριστές ζωές. Για να αποφύγουν τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές πλευρές, καταφεύγουν σε αυτό που ο Γκουρτζίεφ ονόμαζε «αντικρουστήρες».
Οι αντικρουστήρες λειτουργούν ως μηχανισμοί που μας προστατεύουν προσωρινά από τις αντιφάσεις, αλλά ταυτόχρονα περιορίζουν την αυθεντικότητα και την εσωτερική μας ανάπτυξη. Μας εμποδίζουν να αντιληφθούμε τις διαφορές, όχι μόνο μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, αλλά και ανάμεσα στην αυθεντική και την επιφανειακή θρησκεία. Ωστόσο, σε κρίσιμες στιγμές της ζωής, όπου απαιτείται βαθύτερη κατανόηση, αυτές οι συγκρούσεις επανέρχονται με ένταση, απαιτώντας μια ολοκληρωμένη θεώρηση της πραγματικότητας.
Η επιστήμη και η θρησκεία, στη γνήσια μορφή τους, δεν χρειάζεται να βρίσκονται σε αντίθεση. Και οι δύο αναζητούν την αλήθεια και προσφέρουν καθοδήγηση στη ζωή μας, αν και από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η επιστήμη εξερευνά τον κόσμο μέσω της παρατήρησης και του πειράματος, ενώ η θρησκεία στοχεύει στην υπερβατική εμπειρία και την πνευματική ολοκλήρωση. Ίσως η πραγματική πρόκληση είναι να συνδυάσουμε αυτές τις δύο προσεγγίσεις, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες αλλά και τις δυνατότητές τους, ώστε να διαμορφώσουμε μια πιο ουσιαστική και αρμονική θεώρηση της ζωής.
Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να υπερβούμε τις αντιφάσεις και να αντλήσουμε δύναμη τόσο από την επιστήμη όσο και από τη θρησκεία, αναπτύσσοντας μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό μας, τον κόσμο και το μυστήριο της ύπαρξης.